βολή

βολή
I η
1) выстрел; стрельба;

η άσφαιρος βολ — холостой выстрел;

η επί σκοπόν βολή — стрельба по цели;

η απόσταση βολής — дальность стрельбы;

με άμεση βολή — прямой наводкой;

εκτός βολής — вне пределов досягаемости;

2) снаряд;
3) грохот пушек, канонада; 4) забрасывание сетей βολή2
II η
1) удобства, комфорт; уют;

δεν έχει βολές αυτό το σπίτι — в этом доме нет удобств, нет комфорта;

2) благо, блага;

έχει τίς βολές του — он всё имеет, он состоятельный человек;

κάθε δουλειά έχει τη βολή2 της — всякая работа имеет свои преимущества;

3) прорезывание зубов (чаще при выпадании молочных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βολή" в других словарях:

  • βολή — throw fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • βολῇ — ἀντιβολέω meet pres subj mp 2nd sg ἀντιβολέω meet pres ind mp 2nd sg ἀντιβολέω meet pres subj act 3rd sg βολέω to be stricken pres subj mp 2nd sg βολέω to be stricken pres ind mp 2nd sg βολέω to be stricken pres subj act 3rd sg βολή throw fem dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολή — I 1. το ρίξιμο: Έριξε δύο άκυρες βολές στην τοξοβολία. 2. πυροβολισμός, κανονιά, τουφεκιά: Χρησιμοποιούσε ωτοασπίδες για να μην κουφαθεί από τις βολές στο πεδίο ασκήσεων. II άνεση, ευκολία, ευχέρεια: Αυτό το σπίτι είναι χωρίς βολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βολῆι — βολῇ , ἀντιβολέω meet pres subj mp 2nd sg βολῇ , ἀντιβολέω meet pres ind mp 2nd sg βολῇ , ἀντιβολέω meet pres subj act 3rd sg βολῇ , βολέω to be stricken pres subj mp 2nd sg βολῇ , βολέω to be stricken pres ind mp 2nd sg βολῇ , βολέω to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαῖν — βολή throw fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαῖς — βολή throw fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαῖσι — βολή throw fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαῖσιν — βολή throw fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαί — βολή throw fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολᾶς — βολή throw fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»